képi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
képi képis

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
képi < (άμεσο δάνειο) αλσατική Käppi (σκουφάκι) υποκοριστικό για τη γερμανική Kappe.

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

képi (fr) αρσενικό