kąt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃nt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kąt (pl) αρσενικό

  1. γωνία
    • (μαθηματικά), (κοινά) η περιοχή μεταξύ δύο ευθειών (ή δύο επιφανειών) που τέμνονται
    • (μεταφορικά) ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα
  2. (μεταφορικά) γωνιά (το μέρος, το σπίτι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Σύνθετα
[επεξεργασία]