kłamca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]kłamca < kłamać
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kłamca (pl) αρσενικό
- ο ψεύτης
kłamca < kłamać
kłamca (pl) αρσενικό