kaybetmek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

kaybetmek (tr)

  1. χάνω
    • για να δηλωθεί απώλεια/θάνατος
      eşimi kaybettim - έχασα τον/τη σύζυγό μου, είμαι χήρος/χήρα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]