kemer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Kemer (1)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kemer < περσική کمر (kamar)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kemer (tr)

  1. ζώνη (εξάρτημα ενδυμασίας)
  2. (αρχιτεκτονική) αψίδα

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
  • emniyet kemeri: ζώνη ασφαλείας

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]