kolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kolo (eo)
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | kȍlo | kȍla |
γενική | kȍla | kôlā |
δοτική | kȍlu | kȍlima |
αιτιατική | kȍlo | kȍla |
κλητική | kȍlo | kȍla |
τοπική | kȍlu | kȍlima |
οργανική | kȍlom | kȍlima |
kolo (hr)
Μπαμπάρα (bm)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kolo
- το κόκαλο
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kolo (cs) ουδέτερο
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kolo (fi)