kontrakto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

kontrakto < kontrakt + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kontrakto kontraktoj
αιτιατική kontrakton kontraktojn

kontrakto (eo)

li havas kontrakton pri kunlaboro kun ili
έχει συμβόλαιο συνεργασίας με αυτούς
internacia kontrakto - διεθνές συμβόλαιο