król

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /krul/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

król (pl) < από το όνομα του Καρλομάγνου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

król (pl) αρσενικό

  1. ο βασιλιάς
  2. ο Ρήγας στα τραπουλόχαρτα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]