krawędź

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

krawędź (pl) θηλυκό

  1. η άκρη (επιφάνειας)
  2. (ειδικότερα) η ακμή κοφτερού αντικειμένου, η κόψη
  3. (στερεομετρία) η ακμή

Συγγενικά

[επεξεργασία]