légitime

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
légitime légitimes

légitime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. έννομος
  2. δίκαιος
     συνώνυμα: équitable, juste
  3. θεμιτός
  4. έγκυρος
  5. δικαιολογημένος, εύλογος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]