laborer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
laborer laborers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

laborer < labor + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

laborer (en)