lame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: lamé

Επίθετο

[επεξεργασία]

lame (en)

  1. κουτσός, χωλός
  2. ανεπαρκής, μη ικανοποιητικός



      ενικός         πληθυντικός  
lame lames

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lame (fr) θηλυκό

  1. η λεπίδα
  2. το μεγάλο κύμα

Σύνθετα

[επεξεργασία]