lapis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /la.pis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
lapis lapis

lapis (fr) αρσενικό

  1. ο λαζουρίτης

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lapis < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈla.pis/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lapis (la) αρσενικό

  1. πέτρα, λίθος
     συνώνυμα: saxum
  2. οδόσημο
    Μεταφράσεις: αρχαία ελληνικά: μιλιάριον
  3. διαχωριστικό σημάδι στα χωράφια
  4. επιτύμβια στήλη, ταφόπλακα
  5. πολύτιμος λίθος, κόσμημα (με πολύτιμους λίθους)
  6. βάθρο (ιδίως για πώληση δούλων)
  7. (συνεκδοχικά) άγαλμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lapis lapidēs
γενική lapidis lapidum
δοτική lapidī lapidibus
αιτιατική lapidem lapidēs
κλητική lapis lapidēs
αφαιρετική lapide lapidibus
(γ' κλίση)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lapis (sr)