larmoiement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
larmoiement larmoiements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

larmoiement (fr) αρσενικό

  1. το δάκρυσμα
  2. το κλαψούρισμα
     συνώνυμα: pleurnicherie