latch on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | latch on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | latches on |
αόριστος | latched on |
παθητική μετοχή | latched on |
ενεργητική μετοχή | latching on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
latch on (en)
- όντας βρέφος δαγκώνω την θηλή της μαμάς μου για να ρουφήξω γάλα
- γραπώνω
- στέκομαι κοντά
- αρχίζω να κατανοώ, αρχίζω να «πιάνω» το νόημα