lav
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lav (hr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το λιοντάρι
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lav (sr)
- λατινική γραφή του лав