leech

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leech (en)

  1. (ζωολογία) η βδέλλα
  2. (μεταφορικά) ο εκμεταλλευτής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leech (en)

  1. χρησιμοποιώ ιατρικά τις βδέλλες
  2. απομυζώ (εκμεταλλεύομαι)