leo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- leo < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική λέων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
leo (la) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leo | leōnēs |
γενική | leōnis | leōnum |
δοτική | leōnī | leōnibus |
αιτιατική | leōnem | leōnēs |
κλητική | leo | leōnēs |
αφαιρετική | leōne | leōnibus |
Πηγές[επεξεργασία]
- leo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.