let down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | let down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lets down |
αόριστος | let down |
παθητική μετοχή | let down |
ενεργητική μετοχή | letting down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
let down (en)
- ρίχνω, απογοητεύω κάποιον (πχ διαψεύδοντας τις προσδοκίες του με τις επιδόσεις μου ή την συμπεριφορά μου)
- ↪ You promised to come - don’t let me down again!
- Υποσχέθηκες να έρθεις - μη με ρίξεις πάλι!
- ↪ You promised to come - don’t let me down again!
Πηγές[επεξεργασία]
- let down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω