lingua
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lingua (gl)
- το αισθητήριο όργανο της γλώσσας
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lingua | lingue |
lingua (it) θηλυκό
- η γλώσσα
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lingua (la) θηλυκό
- η γλώσσα