liquefy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

liquefy < (κληρονομημένο) μέση αγγλική liquefien < αγγλονορμανδική liquefier < λατινική liquefacere

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɪkwɪfaɪ/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας liquefy
γ΄ ενικό ενεστώτα liquefies
αόριστος liquefied
παθητική μετοχή liquefied
ενεργητική μετοχή liquefying

liquefy (en)

  1. υγροποιώ
  2. υγροποιούμαι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • liquefy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)