liseré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.z(ə).ʁe/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
liseré liserés

liseré (fr) αρσενικό