literally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

literally < literal + -ly

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɪtəɹəli/ & /ˈlɪtɹəli/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈlɪtəɹəli/ (ΗΠΑ)
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός literally
συγκριτικός more literally
υπερθετικός most literally

literally (en)

  1. κυριολεκτικά
  2. κατά γράμμα

Αντώνυμα[επεξεργασία]