llevar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
llevar < λατινική levāre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʎeˈβar/

llevar ενεστ.: llevo, αορ.: llevé, μετοχή: llevado

  1. (μεταβατικό) μεταφέρω
  2. (μεταβατικό) φορώ
    Llevaba un pantalón - φορούσε ένα παντελόνι
  3. (μεταβατικό) πηγαίνω, οδηγώ
    Llevamos a las chicas al cine. - πάμε τα κορίτσια στο σινεμά
    Todos los caminos llevan a Roma. - Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη
  4. (μεταβατικό) περνώ (ένα χρονικό διάστημα)
    Llevo seis años aquí. - Είμαι εδώ 6 χρόνια
    Llevo dos años estudiando francés. - Σπουδάζω γαλλικά δύο χρόνια

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]