loi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

loi < lei < λατινική lex, γενική legis

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lwa/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
loi lois

loi (fr) θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]