loop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loop (en)

  1. ο βρόχος
  2. (προγραμματισμός) βρόχος
    'δείτε επίσης: loops στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • loop στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια