loutre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
loutre loutres

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

loutre (fr) θηλυκό