lubrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
lubrique lubriques

Επίθετο

[επεξεργασία]

lubrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]