lustfully
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | lustfully |
συγκριτικός | more lustfully |
υπερθετικός | most lustfully |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]lustfully (en)
- λάγνα
- ↪ She looked at him lustfully.
- Τον κοίταξε λάγνα.
- ↪ She looked at him lustfully.