mâle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mâle mâles

mâle (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]