main clause

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
main clause main clauses

Ετυμολογία [επεξεργασία]

main clause < → δείτε τις λέξεις main και clause

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

main clause (en)

  1. (γραμματική) συνώνυμο του independent clause
  2. (γραμματική) η απόδοση στον υποθετικό λόγο
     συνώνυμα: apodosis, then-clause

Δείτε επίσης[επεξεργασία]