make into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | make into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes into |
αόριστος | made into |
παθητική μετοχή | made into |
ενεργητική μετοχή | making into |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
make into (en)