manchot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
manchot manchots

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

manchot (fr)

  1. (πτηνό) ο πιγκουίνος
  2. ο κουλός