mano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mano | manoj |
αιτιατική | manon | manojn |
mano (eo)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mano (es) θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mano | mani |
mano (it)