marmor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marmor (da)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
marmor < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marmor (la) ουδέτερο

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική marmor marmŏră
γενική marmŏris marmŏrum
δοτική marmŏrī marmŏrĭbus
αιτιατική marmor marmŏră
κλητική marmor marmŏră
αφαιρετική marmŏre marmŏrĭbus
(γ' κλίση)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marmor (sl)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marmor (sv)