marmor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marmor (da)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- marmor < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marmor (la) ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | marmor | marmŏră |
γενική | marmŏris | marmŏrum |
δοτική | marmŏrī | marmŏrĭbus |
αιτιατική | marmor | marmŏră |
κλητική | marmor | marmŏră |
αφαιρετική | marmŏre | marmŏrĭbus |
Πηγές
[επεξεργασία]- marmor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marmor (sl)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]marmor (sv)