masque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

masque < ιταλική maschera

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mask/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
masque masques

masque (fr) αρσενικό

  1. η μάσκα
  2. το προσωπείο
  3. η μουτσούνα (λαϊκό)