mature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: mâture

Επίθετο

[επεξεργασία]

mature (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

mature (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mature < λατινική maturus (ώριμος)

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mature matures

mature (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]