mausolée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mausolée < λατινική mausoleum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɔ.zɔ.le/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mausolée mausolées

mausolée (fr) αρσενικό