meet up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | meet up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | meets up |
αόριστος | met up |
παθητική μετοχή | met up |
ενεργητική μετοχή | meeting up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
meet up (en)
- συναντώ, βρίσκομαι
- ↪ I will meet up with you at the tavern.
- Θα σας συναντήσω στην ταβέρνα.
- ↪ When I get through with my chores, I will call you to meet up.
- Όταν ξεμπερδέψω με τις δουλειές μου, θα σου τηλεφωνήσω να συναντηθούμε.
- ↪ We’ll meet up all together in the afternoon.
- Θα βρεθούμε όλοι μαζί το απόγευμα.
- ↪ I will meet up with you at the tavern.