member

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
member members

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

member (en)

  1. το μέλος
    a respectable member of our society - ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας μας
  2. (θεωρία συνόλων) μέλος, στοιχείο συνόλου
     συνώνυμα: element
    δείτε επίσης: element (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  3. (πληροφορική) ένα από τα μέλη που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]