meter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
meter meters

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meter (en)

  1. αμερικανική γραφή του metre (η μονάδα του μήκους)
  2. μέτρο (όργανο)



meter (es)