miles
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]miles (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- miles < mille ή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mil-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]miles
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miles | militēs |
γενική | militis | militum |
δοτική | militī | militibus |
αιτιατική | militem | militēs |
κλητική | miles | militēs |
αφαιρετική | milite | militibus |