modem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Modem

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

modem (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
modem < mo(dulateur) + dém(odulateur)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
modem modems

modem (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]