modular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
modular (en)
- δομοστοιχειωτός, αποτελούμενος από αυτοτελείς μονάδες, πολυτμηματικός, συναρμολογούμενος
- ≈ συνώνυμα:: particulate
- (πληροφορική) δομοστοιχειωτός, αρθρωτός