moka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
moka < Moka, λιμάνι της Υεμένης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mɔ.ka/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moka (fr) αρσενικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moka (fr) θηλυκό

  1. ποικιλία καφέ μόκα
  2. η μόκα, το ειδικό μπρίκι για την παρασκευή καφέ εσπρέσο (ρόφημα)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moka (sl)