mot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mot | mots |
mot (fr) αρσενικό
- η λέξη
ενικός | πληθυντικός |
mot | mots |
mot (fr) αρσενικό