mot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mot < λατινική muttum < muttire

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mot mots

mot (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]