motif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

motif (en)

  1. το μοτίφ
  2. το μοτίβο



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
motif motifs

motif (fr) αρσενικό

  1. το μοτίφ
  2. το μοτίβο
  3. το επιχείρημα
  4. το σκεπτικό
  5. ο λόγος
  6. η αιτιολογία