moto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
moto motos

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

moto (fr) θηλυκό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

moto < αποκοπή του motocicletta

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

moto (it)

  1. η κίνηση
  2. (μέσο μεταφορών) η μοτοσυκλέτα



Σουαχίλι (sw)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

moto (sw)