muto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
muto < movito, θαμιστικό του moveo

muto

  1. μετακινώ
  2. μεταφυτεύω
  3. αλλάζω, μεταβάλλω
  4. μεταμορφώνω, μεταποιώ
  5. αλλοιώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muto αρσενικό

  1. πέος, φαλλός
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική muto mutonēs
γενική mutonis mutonum
δοτική mutonī mutonibus
αιτιατική mutonem mutonēs
κλητική muto mutonēs
αφαιρετική mutone mutonibus
(γ' κλίση)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muto (it)