myrte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
myrte myrtes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

myrte (fr) θηλυκό